Ἡσυχίδες

Ἡσυχίδες
Ἡσῠχίδες, αἱ, priestesses of the Eumenides, Call.Fr.123.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἡσυχίδες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ησυχίδες — Αριστοκρατική οικογένεια της αρχαίας Αθήνας. Γενάρχης της ήταν o ήρωας Ησύχιος. Λέγεται μάλιστα ότι o ήρωας αυτός ήταν ανύπαρκτος, αλλά τον επινόησαν για να ερμηνεύσουν το προνόμιο της οικογένειας αυτής να έχει στην Αττική την κληρονομική λατρεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”